ἀναιρετικός

ἀναιρετικός
ἀναιρετικός
destructive
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναιρετικός — ή, ό (Α ἀναιρετικός, ή, όν) [ἀναιρῶ] ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή νεοελλ. ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός αρχ. 1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός 2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης …   Dictionary of Greek

  • αναιρετικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός για αναίρεση, ανασκευή: Παρουσίασε σημαντικά αναιρετικά επιχειρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναιρετικά — ἀναιρετικός destructive neut nom/voc/acc pl ἀναιρετικά̱ , ἀναιρετικός destructive fem nom/voc/acc dual ἀναιρετικά̱ , ἀναιρετικός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικῶν — ἀναιρετικός destructive fem gen pl ἀναιρετικός destructive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικόν — ἀναιρετικός destructive masc acc sg ἀναιρετικός destructive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικαί — ἀναιρετικός destructive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικοῖς — ἀναιρετικός destructive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικοί — ἀναιρετικός destructive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικοῦ — ἀναιρετικός destructive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιρετικούς — ἀναιρετικός destructive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”